- σονάτα
- (Μουσ.). Όρος που χαρακτήριζε, ήδη από το 17o αι., μια σύνθεση μουσικής δωματίου για ένα ή περισσότερα όργανα (canzone da sonar = τραγούδι για να εκτελείται από μουσικά όργανα), σε αντίθεση με τις συνθέσεις για φωνές, όπως η καντάτα και το τραγούδι (canzone de cantar).
Με τους δύο Γκαμπριέλι ο όρος σονάτα χρησιμοποιήθηκε για συνθέσεις τόσο για φωνές όσο και για όργανα, κατά κανόνα πνευστά. Στην ίδια όμως περίοδο ανήκουν και οι Σονάτες για βιολί του Μπιάτζο Μαρίνι, καθώς και οι άλλες για δυο βιολιά και «συνεχές βάσιμο» (βάσιμο) πολλών άλλων συνθετών, μεταξύ των οποίων ο Ταρκουϊνιο Μερούλα, που έγραψε στο β’ μισό του Που αι., μεταξύ άλλων, και μια Χρωματική σονάτα (Sonata cromatica) για εκκλησιαστικό όργανο. Γύρω στα 1620, η σ. διακρινόταν σε σ. δωματίου (Sonata de camera, συνήθως μια σειρά χορών) και σε εκκλησιαστική σ. (Sonata da chiesa, σειρά κομματιών κατά κανόνα σοβαρών). Μερικοί μελετητές αποδίδουν στο Γιόχαν Κούναου (τέλη 17oυ και αρχές 18ου αι.) τη χρησιμοποίηση του όρου σ. αποκλειστικά για συνθέσεις για πιάνο, από όπου προήλθε η εξέλιξη της σ. στη σημερινή της μορφή από το Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ. Εξαιρετική σημασία είχαν οι Σονάτες σ’ένα μέρος του Ντομένικο Σκαρλάτι. Με την τελειοποίηση του μορφικού σχήματος, η λεγόμενη «forma - sonata» αποτέλεσε έπειτα τη βάση δομής πολλών άλλων ενόργανων συνθέσεων (τρίο, κουαρτέτο, κουιντέτο κλπ. ως τη συμφωνία). Η συνθετική δομή εκφράζει την ανάπτυξη του σχήματος Α - Β - A’ (σχεδόν υποχρεωτικού στο πρώτο μέρος της σ.), όπου το Α σημαίνει την έκθεση δύο κύριων και αντίθετων σε μουσική έκφραση θεμάτων, Β την ανάπτυξη των θεμάτων και A’ την επανάληψη (αποκορύφωμα της σύνθεσης) των αρχικών δύο θεμάτων, με πιθανή «κόντα». Οργανωμένη κατά κανόνα σε τέσσερα μέρη, η σ. αναπτύσσεται σε μεγάλη αρχιτεκτονική κλίμακα.
Αλλά μόνο κατά την τελευταία περίοδο του 18ου αι. (με το Χάυδν και το Μότσαρτ) η σ. απέκτησε νέες εκφραστικές διαστάσεις. Στους μεγαλοφυέστερους συνθέτες η σ. είναι το μέσο για να συλλάβουν το κλίμα της εποχής τους και να το αποδώσουν με μουσική στον κόσμο του πνεύματος. Ήδη με το Χάυδν, αν και φτάνει στο αποκορύφωμα της τελειότητας του κομψού ύφους, η σ. κατορθώνει να πάρει μέρος στις προρομαντικές και ρομαντικές αναταραχές του Μότσαρτ και του Μπετόβεν, που πρώτος ξεπέρασε τα καθιερωμένα σχήματα. Στο Σούμπερτ παρατηρείται μια αποφυγή των μορφικών επεκτάσεων, που θα συνεχιστεί ως τον Μπρούκνερ και το Μάλερ, ενώ για το Σούμαν αποτελεί πιο ζωντανό μέσο για τις φανταστικές εξάρσης του μουσικού. Ο Σοπέν, ο Λιστ και ο Μπραμς συγκεντρώνουν στη σ. το αποκορύφωμα της αισθητικής και τεχνικής τους θέσης. Οι οραματισμοί των νεότερων χρόνων αντηχούν στις σ. του Σκριάμπιν και του Προκόφιεφ, ενώ στις σ. του Χίντεμιτ διακρίνει κανείς μια επιστροφή στην αυστηρότητα της αντίστιξης. Παραμερίζοντας κάθε άλλη σκέψη, μπορούμε να πούμε πως στο πεδίο της μουσικής η σ. κατέχει θέση ανάλογη μ’ αυτήν που έχει η ποίηση στη λογοτεχνία: είναι, πραγματικά, η πιο ανήσυχη, αλλά και ταυτόχρονα η ψηλότερη και ευτυχέστερη στιγμή, όπου ο καλλιτέχνης, χρησιμοποιώντας φαινομενικά τα απλούστερα μέσα, κατορθώνει να εκφράσει τον εαυτό του καθώς και τη συνείδηση και το αίσθημα της εποχής του.
* * *η, Νμουσ. μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα όργανα, η οποία αποτελείται συνήθως από τρία ή τέσσερα μέρη αντιτιθέμενα ως προς τον ρυθμό και τη διάθεση, συνδεδεμένα όμως ως προς την τονικότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sonata < ρ. sonare «ηχώ» < λατ. sono «ηχώ»].
Dictionary of Greek. 2013.